-
1 трикотаж
трикотаж м 1) το πλεχτό (ύφασμα) 2) (изделия ) τα πλεχτά* * *м1) το πλεχτό (ύφασμα)2) ( изделия) τα πλεχτά
См. также в других словарях:
σκούφος — ο, Ν 1. εφαρμοστό κάλυμμα τού κεφαλιού, συνήθως πλεχτό ή από μάλλινο ύφασμα, χωρίς γείσο, αλλ. κούκος 2. φρ. «πετάω τον σκούφο μου για κάτι» επιδοκιμάζω κάτι και συμμετέχω σε αυτό με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκούφια* κατά τα αρσ … Dictionary of Greek
τρικό — το άκλ. (λ. γαλλ.), ύφασμα ή ρούχο πλεχτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)