Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1) το πλεχτό (ύφασμα) 2) (

См. также в других словарях:

  • σκούφος — ο, Ν 1. εφαρμοστό κάλυμμα τού κεφαλιού, συνήθως πλεχτό ή από μάλλινο ύφασμα, χωρίς γείσο, αλλ. κούκος 2. φρ. «πετάω τον σκούφο μου για κάτι» επιδοκιμάζω κάτι και συμμετέχω σε αυτό με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκούφια* κατά τα αρσ …   Dictionary of Greek

  • τρικό — το άκλ. (λ. γαλλ.), ύφασμα ή ρούχο πλεχτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»